- πολύκρουνος
- -ον, ΜΑαυτός που έχει πολλούς κρουνούς ή πολλά στόμια (α. «πολύκρουνος κρήνη» β. «πολύκρουνος φιάλη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κρουνός «πηγή» (πρβλ. δωδεκά-κρουνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύκρουνον — πολύκρουνος with many springs masc/fem acc sg πολύκρουνος with many springs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκρούνοις — πολύκρουνος with many springs masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκρούνων — πολύκρουνος with many springs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek